Dictionary of Greek. 2013.
σκυβαλίζω — και σκυβλίζω Α [σκύβαλον] 1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση 2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω … Dictionary of Greek
σκυβαλεύω — Α [σκύβαλον] σκυβλίζω* … Dictionary of Greek